φωτ.: Νέκτη Σταμέλου
«…δεν θα είμαι στην ώρα μου με τίποτα»
«πόσο θέλω να τον βρίσω!»
«γιατί μου τα λέει τώρα όλα αυτά;!”
«το παιδί.. να προλάβω….»
«Θα σκίσω απόψε!»
«Θα με σκίσουν…φοβάμαι…»
«αχ και να μπορούσα……»
«Δεν την θέλω.»
«Πόσο τον θέλω!»
«να φορτίσω το κινητό»
«Κλείδωσα;»
«Θέλω να τα παρατήσω όλα»
«Μέχρι τις δέκα παρά πέντε..»
«Το καλοκαίρι..»
«Σε δύο χρόνια»
«Θα τους δείξω εγώ»
«να στείλω το αρχείο»
«Ωραίος…και με κοίταξε!»
Σκέψεις έρχονταν και πέρναγαν και πριν σβήσουν και χαθούν, ο απόηχος τους μπερδευόταν με τις επόμενες που έρχονταν με ένταση, για να χαθούν σε λίγο κι αυτές, μαζί με τον ήλιο που κατέβαινε πίσω από άχαρα κτίρια.
Κι αυτός, καθόταν σοφός στα πισινά του, με την ωραία κοιλαρά του χορτασμένη από φαί κι από ήλιο. Και τους άκουγε. Και τους καταλάβαινε. Και τους συμπαθούσε και τους συμπονούσε όλους. Και περίμενε, λαχταρώντας τη στιγμή που θα άκουγε τη σκέψη κάποιου να λέει:
‘μα τι ωραίο μπλε που έχει το φως όταν σουρουπώνει!’
Αυτοί συνήθως ήταν που άπλωναν το χέρι να χαϊδέψουν την κοιλιά του.
Κι o Κοιλαράς, σπουδαιότερο απ’ αυτό στον κόσμο, άλλο δεν είχε.
«…δεν θα είμαι στην ώρα μου με τίποτα»
«πόσο θέλω να τον βρίσω!»
«γιατί μου τα λέει τώρα όλα αυτά;!”
«το παιδί.. να προλάβω….»
«Θα σκίσω απόψε!»
«Θα με σκίσουν…φοβάμαι…»
«αχ και να μπορούσα……»
«Δεν την θέλω.»
«Πόσο τον θέλω!»
«να φορτίσω το κινητό»
«Κλείδωσα;»
«Θέλω να τα παρατήσω όλα»
«Μέχρι τις δέκα παρά πέντε..»
«Το καλοκαίρι..»
«Σε δύο χρόνια»
«Θα τους δείξω εγώ»
«να στείλω το αρχείο»
«Ωραίος…και με κοίταξε!»
Σκέψεις έρχονταν και πέρναγαν και πριν σβήσουν και χαθούν, ο απόηχος τους μπερδευόταν με τις επόμενες που έρχονταν με ένταση, για να χαθούν σε λίγο κι αυτές, μαζί με τον ήλιο που κατέβαινε πίσω από άχαρα κτίρια.
Κι αυτός, καθόταν σοφός στα πισινά του, με την ωραία κοιλαρά του χορτασμένη από φαί κι από ήλιο. Και τους άκουγε. Και τους καταλάβαινε. Και τους συμπαθούσε και τους συμπονούσε όλους. Και περίμενε, λαχταρώντας τη στιγμή που θα άκουγε τη σκέψη κάποιου να λέει:
‘μα τι ωραίο μπλε που έχει το φως όταν σουρουπώνει!’
Αυτοί συνήθως ήταν που άπλωναν το χέρι να χαϊδέψουν την κοιλιά του.
Κι o Κοιλαράς, σπουδαιότερο απ’ αυτό στον κόσμο, άλλο δεν είχε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το μήνυμα σας